οπισθουρητικός

οπισθουρητικός
-ή, -ό (Α ὀπισθουρητικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
ανατ. φρ. «οπισθουρητικό όγκωμα» — εγκάρσιο όγκωμα που ενώνει τις δύο εκβολές τών ουρητήρων
αρχ.
αυτός που ουρεί προς τα πίσω («ὥσπερ τὰ ὀπισθουρητικὰ τῶν τετραπόδων», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο)-* + οὐρητικός (< οὐρῶ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὀπισθουρητικά — ὀπισθουρητικός retromingent neut nom/voc/acc pl ὀπισθουρητικά̱ , ὀπισθουρητικός retromingent fem nom/voc/acc dual ὀπισθουρητικά̱ , ὀπισθουρητικός retromingent fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπισθουρητικῶν — ὀπισθουρητικός retromingent fem gen pl ὀπισθουρητικός retromingent masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπισθουρητικόν — ὀπισθουρητικός retromingent masc acc sg ὀπισθουρητικός retromingent neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπισθουρητικοῖς — ὀπισθουρητικός retromingent masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπισθουρητική — ὀπισθουρητικός retromingent fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οπισθ(ο)- — (ΑΜ οπισθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίρρ. ὄπισθεν (το ο από το συνδετικό φωνήεν) και δηλώνει ότι το β συνθετικό βρίσκεται πίσω (πρβλ. οπισθ αύλιο, οπισθό δομος, οπισθο κάλυμμα) ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”